λωποδυτικός

λωποδυτικός
-ή, -ό [λωποδύτης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λωποδύτη, που γίνεται με λωποδυσία.
επίρρ...
λωποδυτικώς
με τον τρόπο τού λωποδύτη, με λωποδυσία, όπως οι λωποδύτες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λωποδυτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο λωποδύτη ή γίνεται με λωποδυσία: Με τη λωποδυτική του ικανότητα πλουτίζει χωρίς κόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλέφτικος — η, ο και κλέφτικός, ή, ό [κλέφτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλέφτη ή στην κλοπή, επιρρεπής στην κλοπή, ληστρικός, λωποδύτικος («κλέφτικος γάτος») 2. (επί τουρκοκρατίας) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κλέφτες, τις ελληνικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”